σατραπίς

σατραπίς
-ίδος, ἡ, Α
(σε συνεκφορά με το ναῡς) πλοίο που χρησιμοποιούσε ο σατράπης, σατραπική θαλαμηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + επίθημα -ίς (πρβλ. τυρανν-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σατραπίδα — σατραπίς of a satrap fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”